ηεροειδής

ηεροειδής
ἠεροειδής, -ές (Α)
(ιων. και επ. τ. τού αχρ. αεροειδής)
1. ομιχλώδης, νεφελώδης, σκοτεινός, με θολή όψη («ἠεροειδής νεφέλη», Ησίοδ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἠεροειδές
θολά, όχι καθαρά, ασαφώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο-, ιων. τ. τού αερο- (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + -ειδής (< είδος), πρβλ. ρομβο-ειδής, ωο-ειδής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἠεροειδής — like the sky masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠεροειδῆ — ἠεροειδής like the sky neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἠεροειδής like the sky masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἠεροειδής like the sky masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠεροειδέστερον — ἠεροειδής like the sky adverbial comp ἠεροειδής like the sky masc acc comp sg ἠεροειδής like the sky neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠεροειδεῖ — ἠεροειδής like the sky masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἠεροειδής like the sky masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠεροειδεῖς — ἠεροειδής like the sky masc/fem acc pl ἠεροειδής like the sky masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠεροειδέα — ἠεροειδής like the sky neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἠεροειδής like the sky masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠεροειδές — ἠεροειδής like the sky masc/fem voc sg ἠεροειδής like the sky neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠεροειδοῦς — ἠεροειδής like the sky masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροειδής — ές (Α ἀεροειδής, ές) (στην αρχαία, επική και ιωνική διάλεκτο ἠεροειδής) ο όμοιος με τον αέρα, αυτός που έχει τις ιδιότητες ή κάποια από τις ιδιότητες τού αέρα αρχ. 1. εκείνος που έχει το χρώμα τού αέρα ή τού ουρανού, αερόχρωμος, ουρανόχρωμος 2.… …   Dictionary of Greek

  • αερόχρωμος — και αεροχρώματος, η, ο αυτός που έχει το χρώμα τού αέρα, τού ουρανού, γλαυκός, γαλάζιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + χρώμα η λ. αεροχρώματος πλάστηκε από τον Ιάκωβο Πολυλά για να αποδώσει το ομηρικό ἠεροειδής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”